- οχταγωνικός
- -ή, -οβλ. οκταγωνικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκταγωνικός — και οχταγωνικός, ή, ό (Α ὀκταγωνικός, ή, όν) [οκτάγωνος] οκτάγωνος, αυτός που έχει σχήμα οκταγώνου («ὀκταγωνικὸν τεῑχος») … Dictionary of Greek
οκταγωνικός — οκταγωνικός, ή, ό και οχταγωνικός, ή, ό αυτός που έχει σχήμα οχτάγωνου: Οκταγωνικό κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)